-
1 προσγίγνομαι
A attach oneself to another, esp. as an ally, τινι Hdt.5.103, Th.7.50, etc.;οἱ προσγεγενημένοι ξύμμαχοι Id.6.6
, cf. Hdt.4.120, Plu.Them.7: abs., Hdt.4.120, 8.136; θαρσεῖν τοῖς προσγιγνομένοις by the reinforcements, Th.2.79, cf. X.Cyr.7.5.4;μὴ παραγενέσθαι τῇ μάχῃ, ἀλλὰ π. μετὰ τὴν μάχην Plu. Ant.22
; also in political strife,προσγενομένου τοῦ δήμου αὐτῷ Hdt.6.136
, cf. 110.2 generally, to be added, accrue, E.Andr. 702, Th.1.142, al.; ἐκ τῶν σιτίων ταῖς σαρξὶ σάρκες π. Pl.Phd. 96d;τὰ μέν γε τῇ τέχνῃ πράσσειν, τὰ δὲ ἡμῖν ἀνάγκῃ καὶ τύχῃ προσγίγνεται Agatho 8
, cf. Pl.R. 346d; opp. ἀπογίγνομαι, χωρίζομαι, Zeno Eleat.2, Pl.Ti. 82b, Arist.GC 315a16.3 come to, happen to, τοῖς γὰρ θανοῦσι μόχθος οὐ π. S.Tr. 1173;γνώσει.. θυμοῦ τελευτήν, ὡς κακὴ π. Id.OC 1198
, cf. El. 771, Lys.24.8, Pl.Ti. 86e, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσγίγνομαι
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский